- ὀκνεῖν
- ὀκνέωshrink frompres inf act (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek
εφιδύειν — ἐφιδύειν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀκνεῑν» … Dictionary of Greek
οκνώ — (Α ὀκνῶ, έω και επικ. τ. ὀκνείω) διστάζω, αποφεύγω ή δεν έχω την τόλμη να κάνω κάτι νεοελλ. 1. αμελώ να κάνω κάτι 2. οκνεύω, είμαι οκνηρός, τεμπέλης αρχ. 1. είμαι αναποφάσιστος 2. (για στρατιώτη) είμαι δειλός 3. φοβάμαι κάποιον ή κάτι («πῶς τὸ… … Dictionary of Greek
οφιδεύειν — ὀφιδεύειν (Α) (κατά τον Ησύχ.) «σχολάζειν, διατρίβειν, ὀκνεῑν» … Dictionary of Greek
όταν — και όντας και όντες (ΑΜ ὅταν, Α και ὅτ ἄν, επικ. τ. ὅτε κεν και δωρ. τ. ὅκκα) (χρον. σύνδ. με υποθετ. δύναμη) 1. εφόσον, στην περίπτωση που (α. «όταν με ειδοποιήσεις, θα έλθω» β. «ὅτ ἄν τινα θυμὸς ἀγώγη» Ομ. Ιλ.) 2. (με καθαρά υποθετ. σημασία)… … Dictionary of Greek